- σιαλαγωγός
- ός , ό[ν] анат. , физиол.1) слюновыводной; 2) способствующий обильному слюноотделению
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιαλαγωγός — ό, Ν 1. αυτός που διοχετεύει το σάλιο («σιαλαγωγός πόρος») 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σιαλαγωγά (φαρμ.) φάρμακα που προκαλούν υπερέκκριση σάλιου, όπως είναι η πιλοκαρπίνη 3. φρ. «σιαλαγωγά φάρμακα» τα σιαλαγωγά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
σιαλαγωγά — τα, Ν (φαρμ.) βλ. σιαλαγωγός … Dictionary of Greek
σιαλοφόρος — ο, θηλ. και α, Ν 1. αυτός που φέρει ή μεταφέρει τον σίαλο, σιαλαγωγός 2. φρ. α) «σιαλοφόρος οδός» ανατ. οδός διά μέσου τής οποίας μεταφέρεται το σάλιο από τη στοματική κοιλότητα στο στομάχι β) «σιαλοφόρες πύλες» ανατ. τα ανοίγματα δεξιά και… … Dictionary of Greek